Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μνήσιος — μνήσιος, ον (Μ) αυτός που ανήκει στη μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μνησις (< μι μνή σκω) + κατάλ. ιος (πρβλ. κτήσ ιος)] … Dictionary of Greek
μνησίου — μνήσιος of memory masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)